lucky charm - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

lucky charm - translation to ολλανδικά


lucky charm         
amulet, talisman, voorwerp met speciale eigenschap waarvan men gelooft dat hij geluk brengt
charm school         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Charm school; Charm School (disambiguation); Charm School (album); The Charm School
n. school waar fatsoenlijke etiquette en beleefdheidsvormen worden onderwezen
lucky number         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Lucky Number
gelukkig nummer

Ορισμός

charm offensive
¦ noun a campaign of flattery, friendliness, and cajolement designed to achieve the support of others.

Βικιπαίδεια

Lucky charm
A good luck charm or lucky charm is an item that is believed to bring luck.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για lucky charm
1. Lucky charm Kiriasis had a lucky charm in the form of a photograph of Germany head coach Raimund Bethge which she had stuck inside her bob.
2. The animal was given to its owner, Austrian skier Nicole Hosp, as a lucky charm by Hosp‘s sister Sonja.
3. Indeed, their inclusion proved a lucky charm, as every film in which they appeared ended up being Oscar–nominated.
4. We saw it as our lucky charm, the ray of light that would make the darkness bearable.
5. Prior is our lucky charm," said Heinz Seiler, who ran the Ernen ski–lift company, Sportbahnen Erner Galen, now owned by Prior.